Όταν ο Γιώργος μου έστειλε ένα πμ λέγοντας ότι θέλει να μου στείλει την καινούρια σειρά «The Cellar» για review, χάρηκα. Αφ’ ενός γιατί ο δημιουργός εμπιστεύεται την άποψή μου και ίσως θεωρεί ότι αρκετοί ταυτίζονται με αυτή, και αφ’ ετέρου γιατί θα γινόμουν ένας από τους πρώτους που θα δοκίμαζαν αυτή τη σειρά. Του απάντησα ότι θα το κάνω χωρίς φόβο και πάθος, και από κείνη τη στιγμή και μετά περίμενα πως και πώς να έρθει το πακέτο. Η αναμονή των 13 ημερών (αθάνατα ΕΛΤΑ) μου άφησε χρόνο να σκεφτώ τη μεθοδολογία της δοκιμής, και κατέληξα ως εξής:
Α) εδώ και 13 μέρες ατμίζω σκέτη βάση
Β) Θα χρησιμοποιήσω 3 ατμοποιητές (Τ3, carto LR & Cisco 306 dripping 1.8Ω)
Γ) Θα χρησιμοποιήσω 2 mod (Lava & VV No.1)
Πιστεύω ότι οι επιλογές β και γ, είναι αυτές που εκφράζουν το μέσο ατμιστή, καθώς πλησιάζουν πολύ τις συνθήκες που ατμίζει ακόμα και ο νεοεισερχόμενος, και δεν έχουν να κάνουν ούτε με high end mods και ατμοποιητές, ούτε με επισκευάσιμες καταστάσεις όπου το setup Μπορεί να παίξει αρκετές φορές σημαντικό ρόλο. Τέλος, για μια πιο εμπεριστατωμένη άποψη, θα ατμίσω το κάθε υγρό για 24 ώρες. Πριν αλλάξω υγρό, θα ατμίζω για 2 τουλάχιστον ώρες σκέτη βάση.
Και ξεκινάω με το
Η Εμφάνιση του ταχυδρόμου στην πόρτα του γραφείου μου, ήταν από τις πιο ευχάριστες εκπλήξεις που θα μπορούσα να έχω. Παρέλαβα το δεματάκι και μόλις ψηλάφισα τα μπουκάλια, ανακουφίστηκα. Μπήκα στον πειρασμό να τα μυρίσω, αλλά δεν το έκανα. Θα περίμενα να φτάσω σπίτι. Πράγμα το οποίο και έγινε. Μετά από ένα πλούσιο γεύμα, καθάρισα τους κάλυκές μου με στοματικό διάλυμα, πήρα έπ’ ώμου τα συμπράγκαλα μου και έβαλα μπρος τη δοκιμή. Τα μπουκάλια πρέπει να πω ότι δεν ήταν κάτι το ιδιαίτερο, μια που φαντάζομαι ότι η επίσημη συσκευασία δεν έχει κυκλοφορήσει ακόμα. Ένα κλασικό μπουκαλάκι E baron με μία πρόχειρη ετικέτα Chivalry 6mg. Το χρώμα του υγρού, θυμίζει έντονα το όνομα στο οποίο παραπέμπει το περιεχόμενο. Ουίσκι. Οι γνώστες του μαγικού αυτού ποτού, θα προχωρήσουν ένα βήμα παραπάνω και θα πούν ότι πρόκειται για χρώμα ενός απλού blended ουίσκι της σειράς, αλλά αυτοί είμαστε λίγοι έτσι κι αλλιώς. Ανοίγοντας το μπουκαλάκι, στην αρχή απογοητεύτηκα. Η μυρωδιά, παρέπεμπε σε κάτι καπνιστήρια ρέγγας, εκεί που ο καπνός από ξύλο οξιάς ξεραίνει το ψάρι, και το τελικό αποτέλεσμα δεν με ενθουσιάζει. Τη λατρεύω τη ρέγγα, αλλά αυτός ο συνειρμός σε συνδυασμό με το όνομα Chivalry που παραπέμπει σε ένα από τα αγαπημένα μου everyday specials, με χάλασε. Δευτερόλεπτα μετά όμως, άρχισαν να ξυπνάνε κάποιες μνήμες μου που τις είχα βαθιά θαμμένες και ξεχασμένες. Η μυρωδιά άρχισε να γίνεται γνώριμη. Peat. Ελληνιστί, λάσπη οργανικών υλικών. Σας ήρθε κάπως? Τότε προφανώς, δεν είστε και πολύ του single malt. Θα εξηγήσω παρακάτω. Με την ελπίδα της ίδιας γεύσης με τη μυρωδιά, προχώρησα στη δοκιμή. Το υγρό πολύ ρευστό, καμία σχέση με ότι άλλα HoL έχετε και έχω δει. Νεράκι μπήκε στη σύριγγα, νεράκι και στους ατμοποιητές.
1) Τ3. Για αρχή, τον φόρεσα στο Lava, ανέβασα τα βολτ στα 4.2 και… έλαβα μία από τις πιο περίπλοκες τζούρες που έχω τραβήξει ποτέ! Θεωρώ ότι η PG υπερισχύει σε αναλογία, γιατί το ντουμάνι σαφώς μειωμένο. Η είσοδος του ατμού στη μύτη, άφηνε περίεργα αρώματα, τύρφη στην αρχή και όσο ζεσταινόταν έδινε κάτι σε καμένο καφέ. Η νότες του ξύλου, παρούσες σε όλη τη διαδικασία, αλλά η καπνίλα των κλασσικών καπνικών του κατασκευαστή, είχε μετριαστεί κατά πολύ. Ανέβασα τα βολτ στα 4.4 και προσπάθησα επί ώρα να ταυτοποιήσω τις γεύσεις και τις μυρωδιές. Σε κάποιες φάσεις, θα ορκιζόμουν ότι αναγνώρισα και τη χαρακτηριστική μυρωδιά από λαχανάκι Βρυξελλών. Αλλά τελικά εξελισσόταν στη χαρακτηριστική μυρωδιά του peat. Το χτύπημα, αντιπροσωπευτικό για ένα φυσιολογικό 6ρι υγρό, ήπιο και όσο ακριβώς πρέπει. Και οι καπνιστές γεύσεις έντονες και crisp που λένε και οι «σύμμαχοι». Μου θύμισε πολύ το παμμέγιστο Guevara Reserve, αλλά εδώ δεν έχει γλυκάδα. Δυστυχώς ούτε τόσο έντονη την κάπνα που περιμένεις ακούγοντας House of Liquids. Πήρα τον Τ3 και τον βίδωσα στο Νο. 1, βάζοντας τα βολτ αμέσως στα 5. Το αρκετά ρευστό υγρό δεν είχε κανένα πρόβλημα να τροφοδοτήσει τα φυτίλια, ο ατμός ζέστανε και παρά τα πολλαπλάσια βατ, η γεύση έμεινε σταθερή. Το peat ακόμα πιο έντονο, ιδιαίτερα όταν άφηνα ατμό να ξεφύγει από το στόμα και να μπει στη μύτη μου. Ο ατμός πολύ πλούσιος και γευστικός. Δοκίμασα και στα 6 βολτ αλλά πλέον δεν μπορούσε να δώσει γεύση. Τίποτα παραπάνω από ένα πλούσιο και καυτό ντουμάνι, αφού όλα τα αρωματικά μόρια τσουρουφλίστηκαν στα πολλά βατ.
2) Μετά από ένα μλ σκέτη βάση να καθαρίσουμε, πέρασα σε φάση κάρτο και τανκ. Γέμισα εύκολα το κάρτο, καθώς όπως είπα και πριν το υγρό είναι αρκετά ρευστό, και το φόρεσα στα 4 βολτ του Νο.1. Περίμενα έκρηξη γεύσης, αλλά δεν ήρθε. Αυτό οφείλεται κατά τη γνώμη μου στην έλλειψη της βαριάς καπνικής γεύσης που θα περίμενε κανείς από το υγρό. Τα κάρτο είναι γνωστό ότι κάποιες γεύσεις τις αποθεώνουν, αυτή σίγουρα δεν είναι μια από αυτές. Αντιθέτως, έκανε έντονη την εμφάνισή του ένα στοιχείο το οποίο μόνο υποψία άφηνε στον Τ3, η γλυκάδα και οι νότες καμένης καραμέλας. Και το θέμα είναι ότι στον συνδυασμό καπνιστού, ξύλου και ελαφριάς καπνίλας, η γλυκάδα είναι παρείσακτος. Το χτύπημα δεν αυξήθηκε και μιας και τα κάρτο μου είναι διπλοτρυπημένα, απέκτησα και μια διαρροή περιποιημένη, τόσο που νευρίασα και το κάρτο απορρίφθηκε συνοπτικά.
3) Άλλη μία και τελευταία απόπειρα, ήταν το dripping. Ανέβασα το Cisco στο Lava, 3.8 βολτ, έσταξα και τράβηξα. Σχεδόν καμία διαφορά με τον Τ3. Αρκετές σταγόνες μετά η γνώμη παρέμεινε η ίδια. Ίσως η αραίωση να μην «κολλάει» με τη νοοτροπία του dripping, και έτσι αισθάνθηκα μειωμένο χτύπημα και υπερβολικά ζεστό ατμό, ακόμα και για dripping. Το ντουμάνι του εδώ ήταν αρκετά έντονο βέβαια, και η γλυκάδα αρκετά χαμηλά.
Συμπέρασμα: είναι ένα υγρό μυστηριώδες. Ότι πρέπει για παιχνίδι του στυλ «βρες τη γεύση». Αν δεν είσαι υποψιασμένος από πριν, δύσκολα θα καταλάβεις περί τίνος πρόκειται. Η επίγευση του αφήνει κάποιες νότες από τελειώματα ουίσκι, αλλά αν περιμένετε να ατμίσετε αυτό το υγρό και να λάβετε συνδυασμό πούρο με έντονη γεύση ουίσκι, τότε δεν νομίζω ότι θα χαρείτε. Ευχάριστο και μεστό υγρό, το οποίο ταιριάζει και με καφέ, και πιστεύω ότι αξίζει για όλες τις ώρες της μέρας. Όχι όμως για ολοήμερη χρήση. Μετά το 4
ο ml αρχίζει και γίνεται ευχάριστα κουραστικό και σου δίνει το αίσθημα που θα ήθελες να έχεις λίγο πριν πέσεις για ύπνο. Ένα αίσθημα που σίγουρα δεν θες να το νιώσεις στα ¾ της μέρας, εισπράττοντας μετά απογοήτευση. Ίσως με ένα καλό ποτό να αναδειχτεί παραπάνω, αλλά αυτό θα το ψάξω άλλη στιγμή. Μου έφερε στο μυαλό το εξής: σαν φοιτητής στην Αγγλία, εδώ και μπόλικα χρόνια, και σαν λάτρης του ουίσκι, πήγα φυσικά να προσκυνήσω στο αποστακτήριο στη Strathisla. Εκεί μας έδωσαν να δοκιμάσουμε ένα απόσταγμα το οποίο δεν κυκλοφορεί στο εμπόριο, και παράγεται από απόσταξη του peat, της ξύλινης λάσπης που μένει στο βαρέλι μετά από 12+ χρόνια ωρίμανσης κάθε malt, κάθε ανεξάρτητου ουίσκι δηλαδή που μπαίνει στη τελική συνταγή. Έχει μεγάλη περιεκτικότητα σε αλκοόλ και έντονη τη γεύση ξύλου. Το λένε «η ψυχή του ουίσκι» ή του βαρελιού, και μάλιστα θυμάμαι την έκπληξη του ξεναγού όταν ζήτησα και δεύτερο, ενώ όλοι οι υπόλοιποι «λάτρεις» δεν μπόρεσαν να πιουν δεύτερη γουλιά. Η γεύση από αυτό το απόσταγμα, που δεν θα την ξεχάσω ποτέ, μου ήρθε αρκετές φορές στο μυαλό ατμίζοντας το Chivalry. Θα το ατμίσω ξανά πολύ ευχάριστα, όχι όμως σε κάρτο, και όσοι τα πάνε καλά με τις έντονες νότες και τη στυφάδα του καπνιστού, θα το ατμίσουν και αυτοί ευχάριστα. Μπορεί να μην το προσκύνησα, αλλά σίγουρα ακολουθεί τα μέχρι στιγμής πετυχημένα βήματα του κατασκευαστή του. Το 8/10 που του βάζω, είναι αυστηρό, αλλά είναι ένα υγρό που δεν απευθύνεται στο μέσο ατμιστή, και έτσι το βαθμολόγησα. Έχει εξειδικευμένη γεύση, την οποία πολύ φοβάμαι ότι περισσότεροι θα μισήσουν παρά θα αγαπήσουν. Μου άρεσε το μπέρδεμα και περίεργη πλοκή στην οποία παραπέμπει, όπως μου άρεσε και το ξεδίπλωμα της έντονης γεύσης του peat. Αλλά εγώ είμαι ένας άνθρωπος με λατρεία στο καλό ουίσκι, πολύ περισσότερο στα ιδιόμορφα Speyside Single Malt. Ποτά τα οποία δεν πίνονται έξω και δεν πίνονται σε ποσότητα. Ποτά τα οποία θα βάλεις μόνος σου, στο τζάκι, και θα το απολαύσεις όπως δεν θα καταλάβουν πολλοί. Ένα καταπληκτικό του προσόν, είναι ότι βάζοντας σκέτη βάση μετά στον Τ3, τα υπολείμματα έδωσαν μία εξαιρετική καπνίλα, τόσο που κοιτούσα και ξανακοιτούσα τη βάση μου να σιγουρευτώ ότι είναι η συνήθως γλυκιά mist. Θα παρομοιάσω την πιθανότητα να αρέσει σε κάποιον με το marmite. You either love it or hate it, είναι το κεντρικό προωθητικό σλόγκαν.
Πάμε τώρα στο
Tην επόμενη μέρα, στη διάρκεια της οποίας άτμιζα μόνο σκέτη βάση μέχρι το απόγευμα. Και πάλι, μετά από πλούσιο γεύμα.
Tο χρώμα του, παραπέμπει χαλαρά στο σκούρο χρώμα του Μεταξά 5*, και η μυρωδιά του αναδίδει τη γλυκάδα που διακατέχει αυτό το ποτό. Έντονες επίσης και οι νότες ξύλου, οι οποίες παραπέμπουν στο βαρέλι και σου παρουσιάζουν το δίλημμα να το ατμίσεις ή να το πιεις. Ανακινώντας ελαφρά το μπουκάλι, θα ορκιζόμουν ότι διέκρινα και μία υπόνοια οινοπνεύματος, μπορεί όμως απλά ο συνδυασμός που έκανα στο κεφάλι μου να μεταφράστηκε σε οσφρητικό σινιάλο. Το υγρό πολύ πιο παχύρρευστο από το προηγούμενο, σχεδόν όπως έχουμε συνηθίσει τα υγρά του κατασκευαστή, ταλαιπώρησε αρκετά τη σύριγγά μου μέχρι να τη φορτώσει και να την ξεφορτώσει στον Τ3. Και χρησιμοποιώ χοντρή βελόνα κίτρινου χρώματος!
1) Τ3. Και πάλι στο Lava, και πάλι στα 4.2 βολτ. Και πάλι, μία αίσθηση αγαλλίασης! Με μία λέξη, καταπληκτικό. Από τη πρώτη τζούρα, τα έντονα αρώματα του καπνού σε πλημμυρίζουν. Αφήνει έντονη γλυκάδα στη μύτη, ενώ η γεύση πλουτίζει ακόμα περισσότερο με το «αγνόν εκ σταφύλης παλαιού» απόσταγμα, στο βαρέλι του οποίου έχει ωριμάσει. Επίγευση στυφή, με έντονη παρουσία ξύλου και διακριτικές νότες από γλυκά φρούτα. Ντουμάνι εμφανώς λίγο και χτύπημα ελαφρύ, αλλά ικανοποιητικό για 6ρι υγρό. Έχει μάλλον λίγο PG παραπάνω από ότι μας έχει συνηθίσει, όση ακριβώς πρέπει όμως ώστε οι γεύσεις να φτάσουν εκεί που πρέπει χωρίς το υγρό να γίνεται ενοχλητικό. Πιστεύω ότι με τόσο πλούσια γεύση, από 12 νικοτίνη και πάνω θα είναι βασανιστήριο, αφού θα πονάμε και θα θέλουμε κι άλλο! Μετακινώ τον Τ3 στο Νο.1 και στα 4 βολτ του. Ίσως η παλμική του έξοδος και η πιο αεράτη τζούρα να έπαιξαν το ρόλο τους, μου άρεσε κάπως περισσότερο. Για να βάλουμε και το 5
ο βολτ… 3 τζούρες. Όχι παραπάνω! Τα φυτίλια πασχίζουν να τροφοδοτηθούν και μόλις το άφησα να ηρεμήσει, οι φυσαλίδες λόγω απορρόφησης ήταν τόσες που κοίταξα για ράγισμα. Και εδώ σταθερή γεύση, με πιο έντονη την κάπνα και το στόμα να νιώθει γεμάτο, σαν την πρώτη τζούρα από ένα καλό πούρο (μου χετε λείψει καλά μου maduros και espledidos… αλλά δεν θα συναντηθούν ξανά οι δρόμοι μας, ελπίζω). Θα κάνω και την απόπειρα στα 6 βολτ. Κόκκινο λαμπάκι και… παράδεισος! Για 2 τζούρες, γιατί η 4
η ήταν απότομη κατηφόρα προς την κόλαση! Στην αρχή η γεύση συμπυκνώθηκε ακόμα πιο πολύ, και εκτονώθηκε στο λάρυγγά μου. Η στυφάδα εντάθηκε και η διακριτική γλυκάδα μεταμορφώθηκε σε αψάδα. Τα σηκώνει τα βατ το άτιμο, μακάρι να τα σήκωνε και η τροφοδοσία του Τ3.
2) Καρτοτάνκ. Στα 4 βολτ του Νο.1, τα 1.5Ω του κάρτο μου, απέδωσαν τα μέγιστα. Το χτύπημα ανέβηκε αισθητά, αλλά παραδόξως, όχι και τόσο η ένταση της καπνίλας της γεύσης. Εδώ έγινε πιο αισθητή η φρουτένια γλυκάδα του κονιάκ και αυτή η πινελιά συμπλήρωσε πολύ όμορφα το σύνολο του πηχτού ατμού. Πολύ εύκολα με βλέπω να το δουλεύω all day σε καρτοτανκ αυτό το υγρό. Μοναδική παραφωνία η είσοδος του ατμού στη μύτη, η οποία έγινε απροσδιόριστα δυσάρεστη, σε σχέση πάντα με τον Τ3. Αν δεν υπάρχει σύγκριση, τότε ακόμα και αυτή η λεπτομέρεια είναι ψηλά σε σχέση με άλλα αρώματα, και σαν σύνολο συνοδεύει πολλές ώρες, ευχάριστα. Με βαρύ σκέτο καφέ το συνδυάζω αυτή τη στιγμή και εναλλάξ παίρνω τζούρες και από τα δύο. Βρίσκω ελαφρά πιο ευχάριστη την εκδοχή του καρτοτάνκ, από τη σκοπιά του all day vaping. Από την προσωπική μου σκοπιά, η ένταση της γεύσης με ικανοποιεί πολύ περισσότερο στον Τ3. Για μένα, αυτό το υγρό κατέρριψε το μύθο των clearomisers να θάβουν τα καπνικά, μύθος που ισχύει με άλλα high end καπνικά, όπως ενδεικτικά το Tribecca. Άλλη μία πτυχή του Reserve, το ξύλο, ξεδιπλώθηκε πιο στρωτά στο κάρτο, ενισχύοντας την επίγευση και δίνοντας την εντύπωση ότι ατμίζεις κάτι πραγματικά ξεχωριστό.
3) Cisco 306. Αφού σιγουρεύτηκα ότι είναι πεντακάθαρος, τον φόρεσα στο Lava, ρύθμισα 3.8 και έσταξα. Πότισε καλά καλά, ξαναέσταξα και πυροβόλησα. Εδώ το υγρό μου θύμισε υγρά άλλης εταιρείας. Αν το παρασκεύαζε η After – 8 θα λεγόταν εύκολα Smokey Brandy. Έντονη γλύκα, έντονη γεύση και άρωμα κονιάκ με νότες καπνού. Και όμως. Περίμενα έντονη τη γεύση καπνού, και για να είμαι ξεκάθαρος, δεν έχω drippάρει άλλα υγρά της εταιρείας για να είμαι υποψιασμένος για τη συμπεριφορά τους, πλην του Chivalry. Δεν με χάλασε καθόλου φυσικά, και η συγκεκριμένη συμπεριφορά, ήρθε και έδεσε. Έντονο χτύπημα και πολύ ντουμάνι σε συνδυασμό με διαφορετική μεν, πλούσια γεύση, το καθιστούν ιδανικό σε αυτή τη μορφή για όσους επιθυμούν το κάτι παραπάνω.
Συμπέρασμα: η ιδιομορφία του τρόπου παραγωγής του υγρού, όπως και η διαδικασία ωρίμανσης σε βαρέλι, καθιστούν αδύνατη την ομοιομορφία μεταξύ παρτίδων. Άλλο να είναι πλήρως συνθετική η παραγωγή, οπότε οι δοσολογίες μπορούν να ρυθμιστούν με ακρίβεια micron, και άλλο φυσική. Θα το συγκρίνω άμεσα με το Guevara Reserve, το οποίο είχα δοκιμάσει σε 20ρι από την πρώτη παρτίδα που είχε κυκλοφορήσει. Τότε είχα πει «πονάω και μ’ αρέσει». Το σημερινό είναι στην ουσία ένα Guevara Reserve. Με πολλές διαφορές από το πρώτο που δοκίμασα, οι οποίες δεν οφείλονται μόνο στη νικοτίνη. Είναι πιο στρωτό, πιο ώριμο, πιο γεμάτο και πιο ικανοποιητικό στη γεύση και τα αρώματα, με απλά λόγια, είναι νοοτροπίας brandy. Η βαθμολογία μου θα είναι απόλυτη, 10/10. Συνδυάζει το κάτι σπέσιαλ όταν ατμίζεται σε clearo, την ολοήμερη άνετη χρήση όταν ατμίζεται σε κάρτο και την κρυφή πινελιά στο dripping. Όλα αυτά σε συνδυασμό με την πλούσια καπνική του γεύση, που έχει γίνει συνώνυμο των brands της HoL, μου φτάνουν για να το θεωρήσω κορυφαίο καπνικό. Η μη συνάφεια στην απόδοση λόγω πιθανών διαφορών στις παρτίδες, πιστεύω ότι θα μας δώσει πολλές εκπλήξεις, ευχάριστες φυσικά. Και πάλι, λόγω της έντασης των γεύσεων και της νοοτροπίας που πρεσβεύει, δεν θα έλεγα ότι απευθύνεται στον μέσο ατμιστή. Έχει πολλά να πει στον ατμιστή που έχει δοκιμάσει πολλά και πλέον ψάχνει τη λεπτομέρεια που θα κάνει τη διαφορά, και εδώ θα την βρει. Δεν έχει όμως να πει τίποτα στο νέο ατμιστή, ο οποίος λόγω ενθουσιασμού και χαράς για το νέο παιχνίδι του, τα βρίσκει όλα καταπληκτικά. Το πρώτο μου ποστ στο φόρουμ, εκθείαζε το Cuban Supreme της FA ως εξαιρετική προσομοίωση πούρου. Μάλιστα πρέπει να είχα αναφέρει και συγκεκριμένο πούρο. Μη με ρωτήσετε τώρα πως αισθάνομαι για το συγκεκριμένο υγρό! Για να ατμίσεις το Reserve, πρέπει να έχεις μέτρο σύγκρισης. Πρέπει να μπορείς να προβλέψεις τι να περιμένεις μεταξύ μύτης και ατμού. Πρέπει να έχεις δοκιμάσει αρκετά καπνικά, αρκετά γλυκά και αρκετά φρουτένια. Και πάνω από όλα, πρέπει να έχεις τη διάθεση να ατμίσεις κάτι διαφορετικό. Χωρίς να βρίζεις για τον ατμοποιητή σου που θα γονατίσει σε χρόνο ρεκόρ από τα κατάλοιπα.
Για την Τρίτη μέρα, άφησα το
Ξανά σκέτη βάση μέχρι το απόγευμα, ξανά ένα πλούσιο γεύμα.
Στα μηνύματα που αντάλλαξα με το Γιώργο, μου εκμυστηρεύτηκε ότι το minotaur δεν είναι ακόμα πλήρως έτοιμο και ότι στην ουσία θέλει τη γνώμη μου. Αργότερα, μου είπε ότι η νέα του έκδοση είναι κατά περίπου 60% αλλαγμένη σε σχέση με αυτό που κρατάω, και ότι θα μου την στείλει σε μερικές μέρες για δοκιμή. Αποφάσισα να δοκιμάσω το υγρό σαν beta tester, αλλά θα προχωρήσω σε κανονικό review όπως τα δύο προηγούμενα. Θα προσθέσω επίθετο λοιπόν στο Μινώταυρο και αυτό θα είναι το V 1.0 beta(!). Η δοκιμή του κανονικά, σε αγωνιώδη αναμονή για την τελική έκδοση.
Το χρώμα του σε παραπέμπει σε σκοτεινές φάσεις. Θα θυμάστε την φοβερή φωτό του Fotia & Lava Tank by kir fanis όταν πρωτοβγήκε, γεμάτο με ένα κατακόκκινο υγρό. Ε, αυτό είναι! Η αιτία που πολλοί από μας τους DIYδες την ψάξαμε με χρωστικές, καταλήγοντας σε αδιέξοδο, εγώ προσωπικά. Ανοίγοντας το μπουκάλι, μία όμορφη μυρωδιά ήρθε στη μύτη μου. Μυρωδιά πραλίνας φουντουκιού επί το πλείστον, με μία υπόνοια ξύλου. Μου έφερε στο μυαλό τα σοκολατάκια Ferrero Rocher, ακόμα και τη γκοφρέτα που αυτά περιέχουν. Πολύ ωραίο άρωμα που μου κίνησε την περιέργεια για τη συνέχεια. Το υγρό εξαιρετικά παχύρρευστο, χρειάστηκε να περιμένω αρκετά για να γεμίσει η σύριγγα και οι ατμοποιητές μου.
1) Τ3. Κατ’ αρχάς, το κόκκινο υγρό στον Τ3 είναι πολύ εντυπωσιακό. Μπορώ μόνο να φανταστώ πως θα μοιάζει σε ένα SS τανκ, πάνω σε ένα SS mod. Ξεκίνησα τη δοκιμή και εξεπλάγην ευχάριστα. Η γεύση φυσικά, καμία σχέση με τη μυρωδιά. Έντονα τα αρώματα της γλυκιάς πικράδας του φλοιού του πορτοκαλιού, χωρίς όμως να θυμίζει πορτοκάλι. Μάλλον κάτι σε… Campari with a twist έφερνε. Ή μήπως με παρέσυρε το χρώμα? Στις επόμενες τζούρες, το ξύλο άρχισε να γίνεται πιο έντονο. Το ίδιο και η γλυκάδα. Όχι η συνηθισμένη καραμελένια γλυκάδα, περισσότερο η γλύκα της επίγευσης ενός δυνατού ποτού με γλυκές προσθήκες. Κάτι σαν τζιν με σιρόπι λάιμ ας πούμε, αλλά χωρίς την αψάδα. Άρχισαν να εμφανίζονται δειλά δειλά και τα καπνικά αρώματα, σε μικρότερο ομολογουμένως βαθμό από ότι περίμενα. Πλούσιος ατμός, χωρίς πολύ γεμάτη γεύση, και το χτύπημα όπως ακριβώς πρέπει. Στον ατμό που άφησα να ξεφύγει προς τη μύτη, διέκρινα σοβαρές υποψίες αλκοολούχου ηδύποτου, αλλά τα τσιμπηματάκια αυτά δεν άφησαν μακριά επίγευση. Ανέβασα τον Τ3 στο Νο.1 και στα 4 βολτ, και η εντύπωσή μου παρέμεινε η ίδια. Έντονα αρώματα, ουδέτερη γεύση, ελάχιστα καπνικό και από επίγευση ελάχιστο ξύλο. Αποπειράθηκα και στα 5 βολτ, και για τις 3 τζούρες που κατάφερα πριν εισπράξω άνθρακα, δεν άλλαξε τίποτα, εκτός από την ένταση του αρώματος.
2) Καρτοτάνκ. Εδώ το υγρό πέρασε σε άλλο επίπεδο. Το κάρτο έκανε πιο έντονη την καπνική γεύση και τα αλκοολούχα τσιμπήματα στη μύτη. Η γλυκάδα μετριάστηκε αρκετά και οι νότες ξύλου έκαναν πιο έντονη την παρουσία τους. Το ντουμάνι υπερπλούσιο, χωρίς όμως ο ατμός να γεμίζει το στόμα τόσο έντονα όσο τα προηγούμενα. Το χτύπημα παρέμεινε εξαιρετικό αλλά δυστυχώς η επίγευση και πάλι μηδενική. Στα 5 βολτ, η γεύση έγινε απροσδιόριστη, και όπως φαίνεται δεν είναι για πολλά πολλά. Θέλει την προσοχή του.
3) Cisco 306. Εδώ το υγρό άλλαξε τελείως συμπεριφορά. Μπορεί τα αρώματα να έμειναν έντονα, αλλά ενισχύθηκε πολύ η γλυκάδα. Και πάλι η έλλειψη επίγευσης, απογοητευτική.
Συμπέρασμα: Ακριβώς αυτό που μου είπε ο Γιώργος. Δεν είναι έτοιμο. Έχει έναν ιδιαίτερο χαρακτήρα, αλλά ακόμα δεν έχει βρει τον τρόπο να τον δείξει παραέξω. Τα αρώματά του είναι πολύ όμορφα, αλλά αυτό πρέπει να έχει έναν αντίκτυπο και στη γεύση. Η V 1.0 beta λοιπόν μου έδωσε μια πολύ καλή ιδέα για τη συνέχεια, και ελπίζω ότι αυτό θα αποδειχτεί με την κυκλοφορία της τελικής έκδοσης. Θα του βάλω ένα 5/10. Αν το βαθμολογούσα ως έτοιμο υγρό ξέροντας και την εταιρεία κατασκευής, ο βαθμός θα ήταν 3/10. Τις 2 επιπλέον μονάδες, τις παίρνει για το φανταστικό του χρώμα και τις υποσχέσεις και τους ανοιχτούς λογαριασμούς που αφήνει για το μέλλον. Αν το +60% που μου είπε ο Γιώργος ισχύει, τότε αναλογικά, πρέπει να περιμένω να βαθμολογήσω το τελικό με τουλάχιστον 8/10. Ακόμα και στην τωρινή του μορφή, προσφέρει μια καλή λύση σε όσους θέλουν κάτι πραγματικά ουδέτερο, με όμορφα αρώματα. Η έλλειψη επίγευσης, μπορεί να είναι αυτό που ψάχνουν κάποιοι.
Τελικό συμπέρασμα για τη σειρά.
Αφήνω το Μινώταυρο έξω από το τελικό συμπέρασμα, και επιφυλάσσομαι να προσθέσω σχόλια όταν δοκιμάσω την τελική έκδοση. Κατ’ αρχάς, συγχαρητήρια στην εταιρεία για την τακτική branding που ακολουθεί. Αντί να μπουχτίζει ένα όνομα από τα αρώματα, τα έχει χωρίσει σε κατηγορίες οι οποίες έχουν διακριτές διαφορές μεταξύ τους. Σε αυτή τους την τακτική, με βρίσκουν πλήρως σύμφωνο ως επαγγελματία οικονομολόγο. Μοναδική παραφωνία στη συγκεκριμένη στρατηγική, το Cigare de Paris by Ebaron, το οποίο κατά τη γνώμη μου θα έπρεπε να ανήκει στη σειρά El Toro με άλλο όνομα. Τα 2 έτοιμα υγρά της σειράς «The Cellar», είναι ακριβώς αυτό που υποδηλώνει η ονομασία τους. Ξεχωριστά και καλύτερα να χρησιμοποιούνται από γνώστες. Αν δεν ξέρεις από ιδιαίτερες γεύσεις, τότε το Chivalry θα σου προκαλέσει αηδία και το reserve θα σε χαλάσει «γιατί είναι γλυκό και όχι ξερό καπνικό». Σε αυτές τις περιπτώσεις, στείλτε μου ένα πμ και ίσως σας απαλλάξω από τη δυστυχία της κατοχής τους. Αν όμως ξέρεις, τότε το Chivalry θα σου δώσει αρώματα τα οποία συνήθως συναντάς σε μπουκάλια Single Malt των €60+, και το reserve, θα σου δώσει την αίσθηση του φτασμένου και του ανθρώπου που ατμίζει ότι του αξίζει. Προσωπικά θα συστήσω σε όσους είναι καινούριοι σχετικά στο χώρο, αν τα δοκιμάσουν και δεν τους αρέσουν, να τα ξαναδοκιμάσουν μετά από καιρό. Δεν το λέω με υπεροψία ούτε με αλαζονεία, αλλά κάποιες γεύσεις πρέπει να είσαι εκπαιδευμένος να τις εκτιμήσεις. Όπως δεν μπορείς να εκτιμήσεις ένα Chivas Regal Royal Salute 50 ετών Limited edition, αν δεν έχεις πιει πρώτα όλα τα αίσχη που ονομάζουν ουίσκι και συνήθως φέρουν μια πέρδικα ως λογότυπο. Όπως δεν μπορείς να εκτιμήσεις ένα aged pre Castro Cohiba Esplendido αν δεν έχεις καπνίσει τα σε όλους μας γνωστά Café Crème.
Πρόκειται για μια ιδιαίτερη συλλογή που απευθύνεται στον ατμιστή που αναζητά την έντονη γεύση και τη λεπτομέρεια. Η σύγκρισή τους με άλλα καπνικά δεν είναι εφικτή, απλά γιατί η φιλοσοφία τους είναι αλλού. Αν έχεις αρχίσει να βλέπεις τα καπνικά που θεωρούσες κορυφαία ως μονότονα και βαρετά κα θέλεις να αλλάξεις παραστάσεις, τότε αυτά τα υγρά σε περιμένουν. Δωστους χρόνο και προσοχή και μην προσπαθήσεις να τα ατμίσεις γρήγορα, βιαστικά και μες το άγχος. Θα σε ανταμείψουν με γεύσεις που σίγουρα όταν άρχισες το άτμισμα, δεν περίμενες να συναντήσεις, και μάλιστα τόσο σύντομα. Με χαρά θα ήθελα να ακούσω την άποψη χρηστών επισκευάσιμων ατμοποιητών για τα υγρά αυτά. Ετοιμαστείτε όμως για πολλή μάκα! Εν αναμονή λοιπόν για τον τελικό Μινώταυρο.