Η «νοσταλγία», από τις ελληνικές λέξεις νόστος (επιστροφή), και άλγος, (πόνος), είναι μια λέξη που δημιούργησε ο Ελβετός γιατρός Γιοχάννες Χόφερ (κατ’ αντιστοιχία της λέξης «οσφυαλγία», για παράδειγμα) για να περιγράψει τις περιπτώσεις Ελβετών μισθοφόρων που αρρώσταιναν από τη λαχτάρα τους να επιστρέψουν πίσω στην πατρίδα τους. Οι ασθενείς μπέρδευαν το παρελθόν με το μέλλον, την πραγματικότητα με τη φαντασία, το πού βρίσκονταν και πού θα ήθελαν να βρίσκονται. Ο Χόφερ ανακάλυψε τη θεραπεία: επιστροφή στην πατρίδα.
Τα τελευταία χρόνια επισης, μια επιδημία νοσταλγίας για έναν ταχαμου πιο ασφαλη και «ανθρωπινο» κοσμο μοιάζει να έχει καταλάβει το δυτικό ημισφαιριο. Και αν η ασθένεια των Ελβετών μισθοφόρων είχε να κάνει με τον χώρο στον οποίο βρίσκονταν - και η μετακίνησή τους στα εδάφη της πατρίδας τούς θεράπευε, η σύγχρονη νοσταλγία αναζητά την επιστροφή σε έναν άλλο χρόνο, σε μια άλλη εποχή που οι «ασθενείς» μοιάζουν να θεωρούν κατά καποιο τροπο πατρίδα τους.
Μελαγχολία, προσκόλληση στο παρελθόν, εξιδανίκευση. Οι δυτικές κοινωνίες μοιάζουν να νοσούν από ένα σοβαρό έλλειμμα νοήματος. Σ’ ολόκληρη την Ευρώπη εκδηλώνεται διαρκως μια ανησυχία την οποία εχει εκφράσει τέλεια ο Τζον Κιτς, απέναντι στο νέο κόσμο που διαγράφεται με την εξελιξη της επιστημης και της τεχνολογιας: έναν κόσμο απομαγεμένο, από τον οποίο οι νεράιδες έχουν εκδιωχθεί, εξ ου κι αυτή η ανάγκη επιστροφής στα παραμύθια και το δημοτικό τραγούδι. Κάτι ανάλογο συμβαίνει και με τους συνθέτες (το Regenlied ή τα Hemiweh Lieder του Μπραμς είναι η πεμπτουσία αυτής της σπαρακτικής άρνησης). Μέσα σ’ αυτό το κλίμα, ανατέλλει στις μερες μας και ο νέο-ρομαντισμός του Αγκαμπεν η του Ντελεζ που μιλάνε πλέον όχι απλώς για νόστο, αλλά για οντολογική απώλεια. Αυτό το αίσθημα λύπης βρισκει την κορυφωση του με τον Κύκνο του Μποντλέρ, που είναι το μεγάλο ποίημα της νοσταλγίας διαχρονικα.
Ο κόσμος λοιπον δίνει ενίοτε την εντύπωση ότι πορεύεται προς τα μπρος κοιτάζοντας προς τα πίσω. Οι επιλογές μας δεν γίνονται στη βάση μιας προβολής τους στο μέλλον, αλλά σε σχέση με μια εξιδανικευμένη μήτρα του παρελθόντος. Τότε που υπήρχαν σύνορα, οι τεχνολογικές εξελίξεις ήταν ελεγχόμενες και η κλιματική αλλαγή άγνωστη λέξη.
Η νοσταλγία του παρελθόντος είναι τόσο μία αισθητική όσο και μια ιδεολογία. Είναι τόσο μια νοσταλγία για τα παλιά πράγματα, το σπιτικό φαί της μαμάς, το στιλ μιας άλλης εποχής όσο και μια νοσταλγία για την παλιά τάξη πραγμάτων, τις παλιές βεβαιότητες, τις παλιές ιεραρχίες.
Είναι γεγονός ότι, αν παρατηρήσει κανείς με προσοχή τον νοσταλγικό λόγο που αναπτύσσεται στο διαδίκτυο και αλλού, θα βρει τρεις αλληλένδετες εκδοχές απώλειας: την απώλεια μιας ηλικίας ή χρονικής εμπειρίας που έχει χαθεί αμετάκλητα. Την απώλεια που έχει να κάνει με το ηθικό ή αισθητικό επίπεδο της νεότητας. Την απώλεια της αθωότητας που κρύβεται στο παρελθόν και το οποίο έρχεται να αλωθεί από τη νέα κάθε φορά τεχνολογία επικοινωνίας και ψυχαγωγίας. Οι τρεις αυτές εκδοχές ενός ανεπίστρεπτου παρελθόντος συγκροτούν ένα συντηρητικό περίβλημα γύρω από το συναίσθημα της νοσταλγίας, αφού ουσιαστικά το φέρνουν σε ρήξη με το παρόν.
Για άλλους, πάλι, η νοσταλγία συνιστά μια αντίδραση στο βίωμα της παροδικότητας και της χρονικής ασυνέχειας που επιφέρει η σύγχρονη ζωή. Η αναζήτηση μιας εποχής αυθεντικότητας στο παρελθόν εδράζεται στη ρευστότητα των κοινωνικών και πολιτισμικών προτύπων και επιχειρεί να αισθητοποιήσει και να εμπορευματοποιήσει διάφορες «χρυσές εποχές» μέσα από τη δυνατότητα πολιτισμικής διάσωσης, ανακύκλωσης και αναδιαμόρφωσης του χθες που προσφέρουν οι νέες τεχνολογίες.
Καπως ετσι, η νοσταλγία εν τελει πουλάει παντού: στον κινηματογράφο, στην τηλεόραση, στη μουσικη, στη μόδα, στη διαφήμιση. Αντανακλάται στο καταναλωτικό boom των βιολογικών και οικολογικών προϊόντων, στην αναζήτηση της αυθεντικότητας, στην επιστροφή στις ρίζες. Οπουδήποτε στον κόσμο, εργαλειοποιείται ως συναισθηματικό όπλο, εξιδανικεύοντας το παρελθόν μέσα από μια θετική μυθολογία ώστε να διασκεδάσει τους φόβους μας για το μέλλον. Το οποίο μέλλον, αντίθετα, είθισται να πέφτει θύμα των πλέον δυσοίωνων προβλέψεων. Το πλέον χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτού του φαινομένου είναι η «επιστημονική φαντασία», πάντα αρνητική και στρεσογόνα : Αρμαγεδδών, Mad Max, Blade Runner…
Τι ρόλο παίζει λοιπον η νοσταλγία στον τροπο που αντιλαμβανομαστε τα πραγματα; Πόσο μας βοηθάει ώστε να μπορέσουμε να αποδώσουμε νόημα στη ζωή μας; Είναι τελικα κακό να νοσταλγούμε; Είναι οντως το παρελθόν ο σιγαστήρας του μέλλοντος;
Μέσα από έρευνες (πχ Routledge et al. 2011), έχει βρεθεί ότι οντως η νοσταλγία σχετίζεται θετικά με μια αίσθηση νοήματος στη ζωή. Η εύρεση ενός νοήματος και ο καθορισμός ενός σκοπού στη ζωή μας θεωρούνται καθοριστικά για την ψυχολογική λειτουργικότητά μας. Ο τρόπος που επεξεργαζόμαστε και αντιλαμβανόμαστε το νόημα της ζωής εξαρτάται από τον τρόπο που αξιολογούμε τις εμπειρίες του παρελθόντος. Τι έχουμε ζήσει, πώς το έχουμε τακτοποιήσει μέσα μας και που το αποδίδουμε; Πόσο ικανοποιημένοι είμαστεαπό το παρελθόν και πώς έχουμε επιλέξει να το κρατήσουμε;
Οι άνθρωποι τείνουν να εμπλέκονται σε καταστάσεις που πιστευουν ότι έχουν νόημα για την ύπαρξή τους, που τους κάνουν να νιώθουν ότι η ζωή τους έχει ένα σκοπό (μεταξυ μας, προκειται για μια τεραστια «μπαρουφα» : η ζωη μας δεν εχει κανενα απολυτως νοημα και κανεναν σκοπο από μονη της – εμεις τα καθοριζουμε όλα αυτα). Κι αυτές τις καταστάσεις εμφανίζουν την τάση να τις κρατούν και ως σημαντικές αναμνήσεις που θα φέρουν στη μνήμη τους κάθε φορά που νιώθουν ότι βρίσκονται σε μια ευάλωτη κατάσταση. Οι άνθρωποι έχουν ανάγκη από τη νοσταλγία, καθώς αποτελεί μια σημαντική πηγή από την οποία αντλούν στοιχεία (και κουραγιο !) για την ύπαρξή τους.
Ο εξωραϊσμός του παρελθόντος είναι ένας τρόπος να αντέξουμε τα γηρατειά: τουλάχιστον ζήσαμε μια ωραία ζωή, το ανάποδο θα ήταν πολύ εκνευριστικό. Δεν πρέπει να ξεχνάμε στο τελος – τελος, πως η ζωή μας είναι καμωμένη τόσο από παρελθούσες ευτυχίες όσο κι από μελλοντικές υποσχέσεις…